Το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των τριών ετών. Από τις φαρρυγγοαμυγδαλίτιδες που οφείλονται σε μικρόβια κυρίαρχο παθογόνο είναι ο β-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος ομάδας Α, ενώ σπανιότερα οι β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι ομάδας C ή G.
Η μεγαλύτερη συχνότητα της φαρυγγοαμυγδαλίτιδας από β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο ομάδας Α παρατηρείται στις ηλικίες 3-10 ετών. Έχει υπολογιστεί ότι το 10% των παιδιών σχολικής ηλικίας επισκέπτονται κάθε χρόνο τον κλινικό ιατρό λόγω φαρυγγοαμυγδαλίτιδας και στο 25%-50% εξ΄ αυτών ο β-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος ομάδας Α είναι το υπεύθυνο αίτιο.
Ο στρεπτόκοκκος μεταδίδεται κυρίως με άμεση επαφή με τις εκκρίσεις του αναπνευστικού του πάσχοντος, που είναι ιδιαίτερα μολυσματικός κατά τη διάρκεια της οξείας λοίμωξης. Ακόμη και σε άτομα που δεν παίρνουν θεραπεία, η μολυσματικότητα μειώνεται σταδιακά τις επόμενες εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη. Πιστεύεται ότι οι φορείς είναι σχεδόν απίθανο να μεταδώσουν το στρεπτόκοκκο, ίσως λόγω του μικρού αριθμού των μικροοργανισμών στο φάρυγγα ή την εξαφάνιση τους από τις ρινικές εκκρίσεις. Ο χρόνος επώασης είναι 2-5 μέρες.
Η νόσος εισβάλλει συνήθως με υψηλό πυρετό, κοιλιακά άλγη, εμέτους, δυσκαταποσία και κεφαλαλγία. Τα παρίσθμια είναι έντονα εξέρυθρα και πολλές φορές παρατηρούνται μικρές, στικτές, αιμορραγικές κηλίδες στην υπερώα. Οι αμυγδαλές είναι εξέρυθρες, διογκωμένες και συχνά καλύπτονται από λευκό επίχρισμα. Η γλώσσα στην αρχή καλύπτεται από παχύ επίχρισμα που αποκολλάται σε 1-2 μέρες και αποκαλύπτονται οι θηλές οι οποίες είναι εξέρυθρες και οιδηματώδεις (μοροειδής γλώσσα).
Εάν το στέλεχος του β-αιμολυτικού στρεπτοκόκκου που έχει προκαλέσει τη φαρυγγοαμυγδαλίτιδα και προσβάλλει συνήθως τα παιδιά, παράγει ερυθρογόνο τοξίνη, τότε 1-2 μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, εμφανίζεται η χαρακτηριστική κλινική εικόνα της οστρακιάς, δηλαδή ένα ερυθρό, στικτό, διάχυτο, μικροκηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, το οποίο υποχωρεί με την πίεση και αρχίζει συνήθως από τον τράχηλο, τις μασχαλιαίες και τις βουβωνικές πτυχές και γρήγορα μέσα σε 24 ώρες, επεκτείνεται σε όλο το σώμα. Η περιοχή γύρω από το στόμα είναι ωχρή και οι παρειές εξέρυθρες.
Η επίπτωση των δευτερογενών λοιμώξεων μέσα στην οικογένεια είναι αρκετά υψηλή. Υπολογίζεται ότι 25% των αδελφών και 5%-20% των ενηλίκων μέσα στην οικογένεια ενός πάσχοντος από στρεπτοκοκκική φαρυγγοαμυγδαλίτιδα θα μολυνθούν με το στρεπτόκοκκο, και ότι 50%-80% απ’ αυτούς θα αναπτύξουν τη νόσο τις επόμενες εβδομάδες. Το αποτελεσματικότερο μέτρο για τον περιορισμό των στρεπτοκοκκικών λοιμώξεων αποτελεί η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των πασχόντων.
Η σπουδαιότητα της διάγνωσης της στρεπτοκοκκικής φαρυγγο-αμυγδαλίτιδας είναι μεγάλη αφενός μεν λόγω της επέκτασης στο μέσο αυτί και τις παραρρίνιες κοιλότητες αφ’ετέρου δε λόγω των μεταλοιμωδών επιπλοκών από τις οποίες οι συχνότερες είναι ο οξύς ρευματικός πυρετός και η οξεία σπειραματονεφρίτιδα.
Στην εργαστηριακή διάγνωση της νόσου από στρεπτόκοκκο χρησιμεύουν:
Α) το strep-test: είναι ένα τεστ ανοσοχρωματογραφίας με το οποίο ανιχνεύουμε το αντιγόνο του β-αιμολυτικού στρεπτόκοκκου ομάδας Α σε φαρυγγοαμυγδαλικό επίχρισμα. Η απάντηση δίνεται σε 10 λεπτά. Όταν η εξέταση γίνεται από εκπαιδευμένο προσωπικό έχει σχετικά καλή ευαισθησία (55%-75%) αλλά χαμηλή ειδικότητα διότι ανιχνεύει και στρεπτοκόκκους άλλων ομάδων όπως B,C,G και D.
Β) η καλλιέργεια φαρυγγικοαμυγδαλικού επιχρίσματος, η οποία είναι απαραίτητη όχι μόνο για την επιβεβαίωση του παθογόνου μικροβίου αλλά και για τον έλεγχο της ευαισθησίας του.
Γ) οι ορολογικές εξετάσεις: 1. ο προσδιορισμός του τίτλου της αντι-Ο-στρεπτολυσίνης (ASTO). Είναι μια εξέταση που μπορεί να δώσει υψηλούς τίτλους και σε άλλα νοσήματα 2. ο προσδιορισμός του τίτλου της αντιDNάσης-Β (antiDNASE-β). Είναι μια εξέταση πιο ειδική για τον β-αιμολυτικού στρεπτόκοκκου ομάδας Α.
Για τις πρωτοπαθείς φλεγμονώδεις στρεπτοκοκκικές νόσους η αιτιολογική διάγνωση γίνεται με την καλλιέργεια. Οι ορολογικές εξετάσεις έχουν αξία για την διάγνωση, αλλά κυρίως για την παρακολούθηση του ρευματικού πυρετού και της μεταστρεπτοκοκκικής αμυγδαλίτιδας.
Η θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση στρεπτοκοκκικής αμυγδαλίτιδας από β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο ομάδας Α είναι η χορήγηση πενικιλλίνης από το στόμα για 10 μέρες. Σε περίπτωση αλλεργίας στην πενικιλλίνη χορηγείται ερυθρομυκίνη ή κλαριθρομυκίνη, πρέπει όμως πάντα να έχουμε επιβεβαιώσει στο αντιβιόγραμμα την ευαισθησία τους, διότι έχει παρατηρηθεί ότι μπορεί να έχουμε αντοχή σε ένα ποσοστό πάνω από 30%.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες παρόλο που το αντιβιοτικό είναι ευαίσθητο στο αντιβιόγραμμα, η θεραπεία αποτυγχάνει. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους, σημαντικότερος από τους οποίους είναι η παραγωγή ενζύμων (β-λακταμασών) από τα μικρόβια της χλωρίδας του φάρυγγα, που αδρανοποιούν το αντιβιοτικό. Στην περίπτωση αυτή έχουμε υποτροπή των συμπτωμάτων, οπότε θα επιβεβαιώσουμε και πάλι την διάγνωση και θα τροποποιήσουμε την θεραπεία.
Η χορήγηση του αντιβιοτικού πολύ γρήγορα ελαττώνει τον αριθμό των στρεπτοκόκκωv στο φάρυγγα και έτσι τα παιδιά, εφ’ όσον βελτιωθούν και κλινικά, μπορούν να επιστρέψουv στη σχολική τάξη 24 ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας. Δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η καλλιέργεια φαρυγγικού μετά το τέλος της θεραπείας, παρά μόνον στην περίπτωση που συμβεί υποτροπή των συμπτωμάτων ή σε άτομο με αυξημένο κίνδυνο για ρευματικό πυρετό.
Δεν ενδείκνυται καμία παρέμβαση διαγνωστική ή θεραπευτική, σ’ αυτούς που ήρθαν σε επαφή με πάσχοντα, εφ’ όσον είναι ασυμπτωματικοί.
Καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος σε άτομα του περιβάλλοντος του πάσχοντος ενδείκνυται:
• αν έχουν ή είχαν πρόσφατα συμπτώματα.
• αν υπάρχει άτομο στην οικογένεια που πάσχει από ρευματικό πυρετό.
• αν ο ίδιος ο πάσχων αναπτύξει ρευματικό πυρετό, οξεία σπειραματονεφρίτιδα ή στρεπτοκοκκικό τοξικό shock.
• αν πολλά μέλη της οικογένειας παρουσιάζουν πολλαπλά, συμπτωματικά επεισόδια φαρυγγίτιδας ή άλλης στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.
Είναι σαφές ότι στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις ελέγχονται με καλλιέργεια φαρυγγικού τα άτομα, έστω κι αν είναι ασυμπτωματικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα δοθεί θεραπεία σ’ αυτούς που η καλλιέργεια θα βρεθεί θετική. Όσον αφορά το σχολικό περιβάλλον, όπου μεγάλος αριθμός παιδιών έρχεται σε πολύ στενή επαφή και το ποσοστό της φορείας μπορεί να είναι 5%-15% σε μη επιδημικές περιόδους και έως 50% σε επιδημικές, δεν χρειάζεται να γίνει καλλιέργεια φαρυγγικού στα παιδιά, εκτός και αν υπάρχουν ένα ή περισσότερα κρούσματα με ρευματικό πυρετό, οξεία σπειραματοvεφρίτιδα ή στρεπτοκοκκικό τοξικό shock.
Διευθύντρια Μικροβιολογικού Τμήματος Ευρωκλινικής Παίδων
Χρονοπούλου Γενοβέφα
Πηγή: www.euroclinic.gr